δίπετρος

δίπετρος
-η, -ο (Α δίπετρος, -ον)
νεοελλ.
κόσμημα με δύο πολύτιμες πέτρες
αρχ.
αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πέτρες ή βράχους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”